Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Η μοναξιά καθισμένη σε παγκάκι


Λεμεσός, 20ΧΧ
Ένα γεροντάκι καθισμένο μόνο του μέσα στην παγωνιά του δρόμου. Τα ρούχα του κουρελιασμένα. Φορά ένα ψάθινο καπέλο από εκείνα που έβλεπε μικρό τους παπούδες του να φορούν. Αν το παρατηρήσεις προσεκτικά τα χέρια του είναι ροζιασμένα, τα μάτια του βουρκωμένα, καθηλωμένα στο κενό. Στο ένα χέρι έχει ένα μπαστούνι παλιό, στην μια γωνιά έγραφε ένα όνομα από Α. Γυναίκα θα είναι. Η.. και όχι. Μάλλον ΑΕΛ γράφει. Αυτοί οι παλιοί για τις ομάδες τους πουλούσαν και την ψυχή τους. Αλλά ήταν σαν παιδιά. «Τα παιδιά στην κερκίδα είναι αδέρφια μου», έλεγε πάντα ο παππούς μου. Στο άλλο χέρι φαίνεται να κρατά ένα μουστοκούλουρο που του είχε χαρίσει μια κυρία που περνούσε πιο πριν από μπροστά του.
Τον ξέρω αυτό το γεροντάκι. Το έχω δει στην τηλεόραση να μιλάει όταν ήμουν πιο μικρός. Ο μπαμπάς μου πάντα έλεγε πως ήταν από αυτούς τους τύπους που δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με τους θεσμούς και τις αξίες. Ήθελε λέει να αλλάξει τον κόσμο. Να δαμάσει όπως έλεγε αυτούς που πληγώνουν τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και μπλέχτηκε με την πολιτική και την εξουσία. Που πας παππούλη μέσα στους λύκους. Μάλιστα πρόσφατα έβλεπα στο διαδίκτυο μια ομιλία του από παλιά. Κάποτε είχε πει: «είμαι χαρούμενος. Ναι είμαι. Γιατί σας βλέπω όλους εδώ μαζεμένους σαν μια γροθιά να είσαστε συνοδοιπόροι στον  ίδιο ωραίο αγώνα. Αυτόν που θα αλλάξει τον κόσμο. Και αν χάσουμε μου λέτε; Και αν μας γίνομαι σαν και αυτούς; Ποτέ να λέτε.. Ποτέ! Εμείς θα φτάσουμε μαζί μέχρι το τέλος να πολεμούμε για το δίκαιο του ανθρώπου». Η αλήθεια ήταν κοινώς παραδεκτό πως στην προπαγάνδα δεν τον έφτανε κανένας τον κυριούλη. Να όμως που έμεινε μονάχος του εκεί στην γωνιά να σκέφτεται.
Σε μια στιγμή αλλάζει ύφος; Χαμογελά.. Θα φταίει εκείνο το μικρό αδέσποτο σκυλάκι που έχει καθίσει δίπλα του. Του μιλά αλλά δεν μπορώ να διακρίνω τι λέει. Σε κάποια στιγμή παίρνει και κόβει ένα κομματάκι από το κουλούρι του και το μοιράζεται μαζί του. Φαίνεται παππούλη υπάρχουν και κάποια πλάσματα που δεν θα σε άφηναν ποτέ σου να παγώνεις μόνος σου σε ένα ερειπωμένο παγκάκι.
Έχει αρχίσει να νυχτώνει. Ο παππούλης σηκώνεται και πάει να φύγει. Δείχνει να πονά. Σφίγγει με τα δυο του χέρια το χέρι του το αριστερό του στήθος και δαγκώνει τα χείλη. Σε μια στιγμή ήρεμά. Βγάζει από την τσέπη ένα στυλό και κάτι γράφει πάνω στο παγκάκι. Δεν φαίνεται καθαρά από εδώ. Παίρνει το μπαστουνάκι του και φεύγει σιγά σιγά, μέσα στην ανορεκτικιά βουή του πλήθους.
Τι να έγραψε άραγε. Θα πάω να δω. Φτάνω στο παγκάκι και διαβάζω προσεκτικά. Ανορθόγραφος αλλά τουλάχιστον σύντομος. Για να δω τι λέει. Παγώνω. Το διαβάζω ξανά για Τρίτη φορά:
«Αν υπάρχει κάτι που δεν θα σου συγχωρέσω ποτέ καρδούλα μου, είναι που δεν σταμάτησες να κτυπάς γρηγορότερα. Θ.Τ.»
Τα μάτια μου βουρκώνουν. Δεν μπορώ να μπω στο μυαλό αυτού του ανθρώπου φοβάμαι. Έχω όμως –ίσως- μια τελευταία ευκαιρία να δώσω μια ελπίδα σε αυτό το ανθρωπάκι πριν φύγει. Πριν φύγει μόνος και απογοητευμένος από το μόνο πλάσμα που λάτρεψε όσο τίποτα.. τον άνθρωπο:
«Θ.Τ. ας’ την καρδιά σου να κτυπά ακόμα λίγο και που ξέρεις. Ίσως τελικά εσύ να ήσουν ένας ακόμα κηπουρός της μεγάλης γενιάς που θα αλλάξει τον κόσμο. Εμάς Παππούλη μου! Δεν είσαι μόνος»

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Χαμένος στα “νερά” σου..

Απόγευμα! Μ΄ αρέσει όταν είσαι τόσο ήρεμη. Μ’ αρέσει να σε κοιτάω. Να αρμενίζω μέσα στο ατελείωτο σου γαλάζιο. Κανένα σύμβολο, καμιά ιδέα, κανένας θεός δεν έχει τόση επιρροή πάνω μου, όσο έχεις εσύ. Εσύ που τα ξέρεις όλα για μένα. Εντελώς μηχανικά το μάτι μου σταματά σε μια πέτρα. Ναι από εκείνες τις πλατιές που πετούσαμε μικροί. Δεν ξέρω γιατί αλλά χαμογελάω σαν χαζό.
Βλέπω ξαφνικά μπροστά μου ένα μικρό ζιζάνιο να μαζεύει πέτρες. Πετάει την μια και την βλέπει να χορεύει με το κύμα. Ο ενθουσιασμός του με οδηγεί σε ένα αμήχανα χαζό γέλιο. Στην δεύτερη του προσπάθεια η πέτρα κάνει μια μεγάλη βουτιά και ο μικρούλης με δεμένα τα χέρια και μουτρωμένη φατσούλα κάθεται στην άμμο. Το πλησιάζω και απλώνω το χέρι μου πάνω στο κεφάλι του. « πέτα  αυτή», του λέω δίνοντας του την πέτρα που κρατάω. Αυτός ενθουσιασμένος σηκώνεται την πέτα και ξεσπά σε αναφωνήματα και χορευτικά. Γυρίζει προς σε εμένα και μου χαμογελά. Ώσπου ένα δυνατό κύμα τον κτυπά και τον μετατρέπει σε άμμο.
Κι όμως δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω αν είναι περήφανος για μένα. Πάντα το ίδιο κάνεις, μου γαληνεύεις την ψυχούλα και μετά αγριεύεις. Χτυπάς με φόρα στα ταξίδια του νου και με προσγειώνεις στα νερά σου. Πάντα τόσο ήρεμη, όμως από την μια στιγμή στην άλλη άγρια, αφρισμένη, έτοιμη  να φέρεις τα πάνω κάτω. Μην μου το αρνηθείς. Σε έχω μάθει καλά ποια. Πως τα καταφέρνεις κάθε φορα να μου θυμίζεις εμένα;  Ισως γι’ αυτό να σε θαυμάζω τόσο. Τόσο γοητευτική, τόσο μυστήρια και ερωτεύσιμη, όμως κάπου στο βυθό σου βρίσκονται τόσα πολλά μυστήρια πλάσματα. Τόσα πολλά «τέρατα» που κάποτε σε φοβάμαι ακόμα και εγώ.
Πλάκα κάνω. Δεν σε φοβάμαι.  Ξέρω πως τα ‘χεις δαμάσει τα τέρατα σου όπως μου δίδαξες και μένα να κάνω. Μια απ’ εκείνες τις ήσυχες βραδιές που με χάιδευες με τους αφρούς σου. Ένοιωθα σαν να μου λες: «μην τα σκοτώνεις τα τέρατα. Ξαναγεννιούνται πιο δυνατά, πιο επικίνδυνα. Να μάθεις να ζεις μαζί τους χρειάζεται. Να τα δαμάσεις. Να βρεις τον τρόπο να μην τα «ταΐζεις» ώσπου αυτά θα αλλάξουν σχήμα, θα γίνουν όπως εσύ τα θες. Και πριν με ρωτήσεις… Η απάντηση είναι Ναι. Ναι να ταΐζεις αυτά που σε κάνουν να νοιώθεις χαρούμενο. Και ναι η τροφή της ψυχή είναι τα συναισθήματα μικρέ μου».
Ο ήλιος έχει σχεδόν δύση. Βραδιάζει και έχω ξεχαστεί εδώ δίπλα σου. Παίρνω μια πέτρα και την πετώ. Κάνει ένα, δύο, τρία πηδήματα και καταλήγει στο νερό. «Τι με κοιτάς; Έχω χάσει την φόρμα μου. Καληνύχτα και εις το επανιδείν».
Βράδυ! Φεύγω σιωπηλός ακούγοντας τα κύματα σου.